- συρίκι
- και σιρίκι, το, Ν1. ποικιλία σταφυλιού μαύρου χρώματος2. ο σύρικας3. είδος κόκκινης βαφής.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. συρικόν (χρώμα), ουδ. τού συρικός, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. *συρίκιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συρίκι — το είδος κόκκινης βαφής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εφτάκοιλος — και εφτάκυλος, η, ο 1. αυτός που καρπίζει, που καρποφορεί επτά φορές τον χρόνο 2. πολύ γόνιμος 3. το ουδ. ως ουσ. το εφτάκοιλο και εφτακοίλι ποικιλία σταφυλιού ή κλήματος που καρποφορεί περισσότερο από μια φορά τον χρόνο (εφτά φορές, κατά τη… … Dictionary of Greek
σιρίκι — το, Ν βλ. συρίκι … Dictionary of Greek
σταφύλι — Ο καρπός του αμπελιού. Είναι σύνθετος βότρυς (τσαμπί) που οι ρόγες του είναι, ανάλογα με το είδος του αμπελιού, διαφόρων μεγεθών. Κάθε ρώγα περιβάλλεται από το υμένιο (πέτσα) και συνήθως έχει, στο κέντρο, μικρό κουκούτσι ή και κουκούτσια. Το… … Dictionary of Greek
συρικιάζω — και σιρικιάζω Ν [συρίκι] προσβάλλομαι από σύρικα … Dictionary of Greek